Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

"ΟΥΔΕ ΒΑΛΛΟΥΣΙΝ ΟΙΝΟΝ ΝΕΟΝ ΕΙΣ ΑΣΚΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ"

(Μτθ. 9,17)


Δε νομίζω να αμφιβάλλει κανένας πως η σημερινή πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από αυτή που γνωρίζαμε ακόμη και πριν από 5 ή 10 χρόνια. Αλλοίμονο σ’ εκείνον που δεν το έχει κατανοήσει ή προσπαθεί να ερμηνεύσει (και να ζήσει) στο σήμερα χρησιμοποιώντας ξεπερασμένες πρακτικές. Είναι σίγουρο πως θα αντιμετωπίσει δυσκολίες οι οποίες δε θα αφορούν μόνο αυτόν αλλά και όλους αυτούς που επηρεάζει.

Επομένως, όποιος επιθυμεί να αρθρώνει (και να έχει) λόγο για τα δημόσια πράγματα θα πρέπει να γνωρίζει πως αυτό συνεπάγεται παρέμβαση που θα έχει ως βάση τη γνώση των σημερινών προβλημάτων και αγωνιών και όχι αυτή που αφορούσε παλαιότερες δεκαετίες. Αυτό βέβαια είναι γνωστό, και γι’ αυτό στο σύνολο σχεδόν των ανθρώπινων ομάδων οι απόμαχοι είτε δημιουργούν δικά τους σωματεία ή αρκούνται στο ρόλο του επίτιμου εταίρου και όχι του άμεσου διαχειριστή ζητημάτων που αφορούν εν ενεργεία μέλη τους.

***

Το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί, όπως είναι γνωστό, μέρος του σημερινού Αναλυτικού Προγράμματος. Δε χρειάζεται να τονιστεί πως διδάσκεται δύο ώρες την εβδομάδα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση με θεματολογία που περιλαμβάνει ζητήματα από τη Βίβλο, την Εκκλησιαστική ιστορία, τη Λειτουργική, τη Δογματική και την Ηθική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ δίνονται ελάχιστα και αποσπασματικά στοιχεία για τις χριστιανικές ομολογίες και τα θρησκεύματα. Παρά το γεγονός πως πολλοί συμπολίτες το θεωρούν «δευτερεύον μάθημα» κάτι που οφείλεται βασικά στη μη ένταξή του στο σύστημα για την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ο θόρυβος γύρω από αυτό είναι συνεχής, ενώ φωνές που μιλούν για την αναβάθμισή του και άλλες που το αμφισβητούν ακούγονται συνεχώς.

Τα παραπάνω σημαίνουν πως αυτοί που διδάσκουν το μάθημα θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με όλες τις τάσεις που το αφορούν. Βασικά συστατικά του θα πρέπει να είναι η έλλειψη φοβικότητας , η εγκατάλειψη οποιασδήποτε αμυντικής στάσης που μόνο αρνητικά μπορεί να προκαλέσει και η απάλειψη συνδρόμων δημιουργίας «εχθρών» που πρέπει να καταπολεμηθούν από αυτούς που πιστεύουν πως κατέχουν –αυτοί και μόνο αυτοί- την αλήθεια.

Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να υπάρχουν και εχέγγυα για να μπορεί το θρησκευτικό μάθημα να θεωρείται σύγχρονο. Δεν είναι δυνατό στην εποχή του διαδραστικού πίνακα να προσπαθεί κάποιος να το υπερασπιστεί με επιχειρήματα, τα οποία μπορεί να έπειθαν τον άνθρωπο της δεκαετίας του 1960 ή του 1970 αλλά σήμερα μάλλον προκαλούν θυμηδία.

Εκτός όμως από το διάλογο για μία συνολικότερη αναβάθμιση του μαθήματος είναι αναγκαίο να υπάρχουν και προτάσεις για την καλύτερη προσφορά του. Αυτές σίγουρα μπορούν να τις κάνουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Φυσικά αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να στερηθεί κάποιος άλλος το δικαίωμα να έχει λόγο. Δε θα πρέπει όμως να έχει την απαίτηση να θεωρείται αυτός έκφραση των μάχιμων της έδρας που γνωρίζουν τις σημερινές ανάγκες και τις προτεραιότητες.

Αυτές οι προτάσεις χρειάζεται να πείσουν την κοινωνία για την αξία των Θρησκευτικών και θα αναδείξουν τη σημαντική προσφορά του στη δημιουργία της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Εδώ λοιπόν χρειάζεται και πλήρης κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας –που θα συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία σύγχρονων Αναλυτικών προγραμμάτων για το μάθημα, αφού αυτό αυτονόητα αφορά σημερινούς μαθητές- και διάθεση για καλόπιστο διάλογο με όλους χωρίς κανένα φοβικό σύνδρομο, όπως τονίστηκε και προηγουμένως. Αν υπάρχουν αυτά τότε δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα για το μάθημα και τους Θεολόγους αν όχι μάλλον θα πρέπει να κινηθούμε όλοι για τη δημιουργία τους.