Κυριακή 17 Αυγούστου 2008


Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ




Η θεολογία στην αυθεντική της μορφή, όταν θέλει να δικαιώνει το όνομά της, οφείλει να διαλέγεται. Να αφουγκράζεται τις αγωνίες του ανθρώπου, να τον πλησιάζει και να προσπαθεί με τον ποιητικό και αποκαλυπτικό της λόγο να τον βοηθάει. Μόνο τότε θα μπορεί να πιστεύει ότι έχει επιτελέσει την αποστολή της και αξίζει να συν-υπάρχει με τις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα αποτελεί ζωντανό οργανισμό, αλλά η θέση της θα είναι δίπλα στα εκθέματα μουσείου, που είναι μεν χρήσιμα για μελέτη και θέαση, εφόσον αποτελούν αντικείμενα που βοηθούν στην κατανόηση δραστηριοτήτων του παρελθόντος, δε φαίνεται όμως να έχουν ουσιαστική παρέμβαση στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Για να μπορέσει η θεολογία να διαλέγεται και να βοηθάει το σύγχρονο άνθρωπο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορεί να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτό θα έχει σα συνέπεια να αρθρώνει λόγο, που θα αγγίζει τις παραμέτρους σημερινών προβλημάτων. Απαραίτητο εργαλείο της γι’ αυτό, είναι η χρήση της παράδοσης και όχι μη αυθεντικά κατασκευάσματα, όπως η παραδοσιαρχία, που δυστυχώς συναντάται αρκετές φορές σε χώρους ανθρωπιστικών επιστημών. Η πρώτη, δηλ. η παράδοση, σημαίνει ότι αξιοποιείται η προηγούμενη εμπειρία για να δώσει την ώθηση στο παρόν. Η δεύτερη όμως, η παραδοσιαρχία, είναι προσκόλληση σε καταστάσεις του παρελθόντος, αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα που βιώνεται από τον σύγχρονο άνθρωπο και άρνηση του παρόντος.
Με βάση αυτές τις σκέψεις αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η θεολογία δε μπορεί να μένει αμέτοχη στα σημερινά προβλήματα. Ούτε μπορεί να προβάλλει ως άλλοθι ότι το αντικείμενο της ενασχόλησής της δεν τη νομιμοποιεί να αρθρώνει λόγο. Εφόσον φιλοδοξεί να είναι ο λόγος για το Θεό, δε μπορεί να αγνοεί την εικόνα Του, που είναι ο άνθρωπος. Επομένως το καθήκον της είναι να βρίσκεται κοντά σε αυτόν, και να αγωνίζεται να του δώσει καλύτερη ποιότητα ζωής –εννοείται όχι με τεχνικές συμβουλές- αλλά υποδεικνύοντάς του έναν άλλο δρόμο και τρόπο ζωής, προβάλλοντας το σεβασμό για τα δημιουργήματα του Θεού, που όλα είναι «καλά λίαν» σύμφωνα με το βιβλικό λόγο. Στην ουσία, όπως τόνιζε ένας πρόωρα χαμένος μεγάλος δάσκαλος της θεολογίας, ο Νίκος Νησιώτης, «(η αποστολή της θεολογίας του καιρού μας) …συνίσταται στο να ξαναερμηνεύσει τον εαυτό της, προκειμένου να συνεισφέρει εποικοδομητικά στη διασάφηση των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την ιλιγγιώδη άνθιση των φυσικών επιστημών» (στο Νίκου Νησιώτη, Η πνευματολογική Χριστολογία της φύσεως και οι συνέπειές της για την οικολογία και τον ολικό ανθρωπισμό, στον συλλογικό τόμο «Άνθρωπος και Περιβάλλον», Πάφος 1994, σελ. 63).
Δε θα κόμιζε κάποιος γλαύκα ες Αθήνας αν έλεγε ότι πολλά από τα προβλήματα που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία έχουν οικολογική διάσταση Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές η επέμβαση του ανθρώπου αντί να θεραπεύει και να συντελεί στην ευτυχία του, σωρεύει περισσότερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει, με αποτέλεσμα οι ανησυχίες για την ποθούμενη ποιότητα ζωής συνεχώς να πληθαίνουν. Στο ίδιο μήκος κύματος, (δηλαδή στην αναφορά προβλημάτων που έχουν οικολογική διάσταση), αγαθά τα οποία θεωρούνταν αυτονόητα από προηγούμενες γενιές, σήμερα θεωρούνται πολύτιμα και σε ανεπάρκεια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που δίνονται στο σημερινό καταναλωτικό κοινό προϊόντα τα οποία έχουν αμφισβητούμενη προέλευση και δεν είναι γνωστές οι παρενέργειες που έχουν στον οργανισμό που τα καταναλώνει, καθώς και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους.
Εύλογα θα αναρωτιούνταν κάποιος για τον τρόπο που θα μπορούσε η θεολογία να προτείνει λύσεις για το οικολογικό πρόβλημα. Ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, τρόπος είναι να μη μιλήσει θεωρητικά, αλλά να ανατρέξει σε πράξεις ανθρώπων που βίωσαν την αγαπητική σχέση με το Θεό, και αυτή τους η εμπειρία αποτέλεσε την πυξίδα για όλη τους τη ζωή. Αυτός λοιπόν ο δεσμός με το Δημιουργό, τους έκανε να αποκτήσουν μία αρμονία με την κτίση, να επιδιώκουν να κινούνται εντός της, έχοντας τη συναίσθηση ότι αποτελούν μέρος της και πως ο τυχόν τραυματισμός της, που θα προερχόταν από δικές τους παρεμβάσεις θα ήταν οδυνηρός και για τους ίδιους. Παράλληλα αυτή τους η σχέση, τους οδηγούσε στην αναζήτηση της αυθεντικότητας, που φαίνεται να φαντάζει σαν αντίδοτο σε προβλήματα, σαν αυτά που σχετίζονται με το περιβάλλον.
Ο χριστιανός άνθρωπος, δηλαδή, δε μπορεί να αποδέχεται το μη αυθεντικό, αυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με το Θεό και την κτίση, που Αυτός δημιούργησε. Δε μπορεί λοιπόν να θεωρεί χρήσιμο και κατάλληλο, οτιδήποτε δείχνει να αποτελεί διαστρέβλωση του έργου του Θεού, το οποίο μάλιστα μπορεί να εκθέτει τα δημιουργήματα Του σε κινδύνους.
Εδώ νομίζω έχει σημαντικό ρόλο η λιτότητα την οποία επιζητεί να διασώσει ο χριστιανισμός, τουλάχιστο στην αυθεντική του μορφή. Η διδασκαλία του δεν ευνοεί τις υπερβολές και τις ακρότητες, ούτε δείχνει να προτιμά καταστάσεις που βάζουν τον άνθρωπο κάτω από το κέρδος υποβαθμίζοντάς τον με αυτόν τον τρόπο. Αυτό άλλωστε υπενθυμίζει διαρκώς το λόγιο του Κυρίου «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4,4),καθώς και ο τρόπος της ζωής του.

***
Έχει τονιστεί και στην αρχή του άρθρου ότι η θεολογία δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τεχνικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που απασχολούν το σημερινό άνθρωπο. Νομίζω όμως ότι η εκζήτηση της αυθεντικότητας, η προσπάθεια για να γίνει η ζωή μας όσο το δυνατό πιο απλή και η ανάγκη για μεγαλύτερο σεβασμό από τον άνθρωπο των κανόνων που καθόριζαν πάντα τις σχέσεις των όντων, μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της προτεραιότητας να αποκτήσει η ζωή μία ποιότητα, που όλοι, όσοι διαμένουμε σε αυτόν τον υπέροχο –παρ’ όλα τα προβλήματά του – πλανήτη τη δικαιούμαστε.


Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

Τα όρια του λόγου της Θεολογίας



Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα θέματα με τα οποία ασχολείται η θεολογία προσελκύουν συνεχώς την προσοχή. Ο λόγος γι’ αυτό, νομίζω, είναι προφανής: ο άνθρωπος πάντα ενδιαφέρονταν για το κυρίως αντικείμενο της που είναι το θείο, ανεξάρτητα από ποια οπτική γωνία το έβλεπε.
Για να κατανοήσει όμως κανείς το αντικείμενο της θεολογίας νομίζω ότι πρέπει αρχικά να διευκρινίσει τον ίδιο το όρο «θεολογία» που έχει μία κυριολεκτική αλλά και μία τρέχουσα σημασία.
Η κυριολεκτική σημασία του όρου μπορεί εύκολα να αναδειχτεί αρκεί να ανατρέξει κάποιος στο κλασικό χωρίο του Γρηγόριου του Θεολόγου. Όπως λέει: «Θέλεις να γίνεις θεολόγος και άξιος της θεότητας; Φύλαξε τις εντολές, βάδισε σύμφωνα με αυτές, γιατί η πράξη στηρίζεται στη θεωρία» (Περί δόγματος και καταστάσεως επισκόπων MPG 35, 1080). Αφορά δηλαδή τη στάση του ανθρώπου για να μπορέσει να φτάσει στη θέωση, να γίνει δηλαδή άγιος. Η τρέχουσα, με την οποία ασχολείται αυτό το άρθρο, συνδέεται με την έρευνα κυρίως του χριστιανισμού, αλλά και του θρησκευτικού φαινομένου γενικότερα (αν και το δεύτερο αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης επιστήμης, της θρησκειολογίας).
Ο χαρακτήρας δηλαδή της θεολογίας, ως επιστήμης, είναι ερμηνευτικός, αφού η διδασκαλία του χριστιανισμού στηρίζεται σε κείμενα. Και όπως όλες οι ερμηνευτικές επιστήμες έχει τις πηγές της, τις οποία ο ερευνητής θεολόγος καλείται να τις επεξεργαστεί, και κατόπιν να κάνει γνωστά τα πορίσματά του, ώστε αυτά να αξιοποιηθούν από την εκκλησία και την κοινωνία. Φυσικά είναι απαραίτητη η ευαισθησία και η αγάπη γι’ αυτό που κάνει. Μόνο έτσι θα μπορέσει να δημιουργήσει χωρίς προκαταλήψεις, φανατισμούς ή σκοπιμότητες, που είναι ξένες με το χριστιανισμό, στοιχεία του οποίου προσπαθεί να προσεγγίσει.
Τα κείμενα της θεολογικής επιστήμης προέρχονται από την Αγία Γραφή, από τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, τους Όρους και τους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων κοκ. Ταυτόχρονα χρήσιμες είναι και άλλες πρωτογενείς πηγές που άμεσα ή έμμεσα παρουσιάζουν πτυχές της ιστορικής πορείας του χριστιανισμού και χρειάζεται και αυτές να ερευνηθούν για να υπάρξει μία όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη προσέγγισή του
Για να μπορέσουν όμως να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω είναι απαραίτητος ο καταρτισμός του θεολόγου σε αντικείμενα που θα τον βοηθήσουν να πλησιάσει το χρονικό διάστημα που γράφτηκαν τα κείμενα, τις συνήθειες και τις νοοτροπίες που κυριαρχούσαν σε αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση θα του είναι δύσκολο να έρθει σε επαφή με μία πηγή που δημιουργήθηκε σε συνθήκες που διαφέρουν τελείως από τις σημερινές. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι ο θεολογικός λόγος είναι κατεξοχήν ιστορικός. Ερμηνείες του λοιπόν που δεν έχουν κατανοήσει το ιστορικό πλαίσιο των κειμένων είναι επικίνδυνες, και μπορεί να οδηγήσουν σε ολέθριες παρανοήσεις.
Κατά την έρευνα των θεολογικών πηγών απαραίτητη είναι και η διαφώτιση των λεπτομερειών τους. Πολλές φορές ακόμη και μία λέξη είναι τόσο σημαντική που η ερμηνεία της μπορεί να αλλάξει ακόμη και τη σημασία σημαντικών στοιχείων. Επιβάλλεται λοιπόν η προσέγγιση των κειμένων να γίνεται με τη δέουσα προσοχή, αφού επηρεάζουν τον τρόπο ζωής και τις στάσεις πολλών συνανθρώπων που έχουν ως σημείο αναφοράς τους τη σχέση με το Θεό.
Τελειώνοντας αυτό τα σύντομο άρθρο θα πρέπει να τονιστεί η χρησιμότητα της θεολογικής επιστήμης. Ασχολούμενη με κείμενα που έχουν διαχρονική αξία και αποτελούν βάσεις του σημερινού πολιτισμού είναι απαραίτητη στον άνθρωπο που θέλει να κατανοήσει την εποχή που ζούμε και να έχει μία ολοκληρωμένη εικόνα της.